ἱμάτιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἱμάτιον τὰ ἱμάτι
      γενική τοῦ ἱματίου τῶν ἱματίων
      δοτική τῷ ἱματί τοῖς ἱματίοις
    αιτιατική τὸ ἱμάτιον τὰ ἱμάτι
     κλητική ! ἱμάτιον ἱμάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱματίω
γεν-δοτ τοῖν  ἱματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱμάτιον, ήδη τον 5ο αιώνα < εἷμα, εἵματ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον, και γραφή ἷμα (εξωτερικό ρούχο) < *Ϝεσ-μα (θέμα που απαντά και στο ἕννυμι[1] < *ϝέσνυμι]) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- (ντύνω)

Ουσιαστικό

ἱμάτιον ουδέτερο

  • εἱμάτιον (σε επιγραφή)
  • θαἰμάτια (τὰ ἱμάτια με κράση)

Παράγωγα

  • διπλοείματος
  • δυσείματος
  • δυσειματέω
  • εἱματισμός
  • εἱματοπώλης
  • ἱματεύομαι
  • ἱματιδάριον
  • ἱματίδιον
  • ἱματίζω
  • ἱματιοθήκη
  • ἱματιοκάπηλος
  • ἱματιοκλέπτης
  • ἱματιομίσθης
  • ἱματιομισθωτής
  • ἱματιοπαραλήμπτης
  • ἱματιοπλύτης
  • ἱματιοποιΐα
  • ἱματιοπράτης
  • ἱματιοπώλης
  • ἱματιοπωλικόν
  • ἱματιουργικός
  • ἱματιοφόριον
  • ἱματιοφορίς
  • ἱματιοφύλαξ
  • ἱματιοφυλακέω
  • ἱματιοφυλάκιον
  • ἱματισμός

Αναφορές

  1. ιμάτιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.