ἱμάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἱμάτιον | τὰ | ἱμάτιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἱματίου | τῶν | ἱματίων |
| δοτική | τῷ | ἱματίῳ | τοῖς | ἱματίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἱμάτιον | τὰ | ἱμάτιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἱμάτιον | ἱμάτιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱματίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱματίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἱμάτιον, ήδη τον 5ο αιώνα < εἷμα, εἵματ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον, και γραφή ἷμα (εξωτερικό ρούχο) < *Ϝεσ-μα (θέμα που απαντά και στο ἕννυμι[1] < *ϝέσνυμι]) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- (ντύνω)
Ουσιαστικό
ἱμάτιον ουδέτερο
- (ενδυμασία) ιμάτιο, εξωτερικό ρούχο (όπως μανδύας) που φοριόταν πάνω από τον χιτώνα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 9.2
- κεῖται δὲ ἀγχοῦ τῆς ἐσόδου θρόνος· ἐπὶ τοῦτον τῶν ἱματίων κατὰ ἓν ἕκαστον ἐκδύνουσα θήσει καὶ κατ᾽ ἡσυχίην πολλὴν παρέξει τοι θεήσασθαι.
- Βρίσκεται κοντά στην είσοδο ένα θρονί· πάνω σ᾽ αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει, και θα μπορέσεις με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- κεῖται δὲ ἀγχοῦ τῆς ἐσόδου θρόνος· ἐπὶ τοῦτον τῶν ἱματίων κατὰ ἓν ἕκαστον ἐκδύνουσα θήσει καὶ κατ᾽ ἡσυχίην πολλὴν παρέξει τοι θεήσασθαι.
- ※ 3ος/2ος αιώνας πκε ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Ζαχαρίας, κεφ. Γ΄, 5, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- καί περιέβαλον αὐτὸν ἱμάτια καὶ ἐπέθηκαν κίδαριν καθαρὰν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου εἱστήκει
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 9.2
- εἱμάτιον (σε επιγραφή)
- θαἰμάτια (τὰ ἱμάτια με κράση)
Παράγωγα
- διπλοείματος
- δυσείματος
- δυσειματέω
- εἱματισμός
- εἱματοπώλης
- ἱματεύομαι
- ἱματιδάριον
- ἱματίδιον
- ἱματίζω
- ἱματιοθήκη
- ἱματιοκάπηλος
- ἱματιοκλέπτης
- ἱματιομίσθης
- ἱματιομισθωτής
- ἱματιοπαραλήμπτης
- ἱματιοπλύτης
- ἱματιοποιΐα
- ἱματιοπράτης
- ἱματιοπώλης
- ἱματιοπωλικόν
- ἱματιουργικός
- ἱματιοφόριον
- ἱματιοφορίς
- ἱματιοφύλαξ
- ἱματιοφυλακέω
- ἱματιοφυλάκιον
- ἱματισμός
Αναφορές
- ιμάτιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἱμάτιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱμάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.