ιματιοφυλάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιματιοφυλάκιο τα ιματιοφυλάκια
      γενική του ιματιοφυλακίου
& ιματιοφυλάκιου
των ιματιοφυλακίων
    αιτιατική το ιματιοφυλάκιο τα ιματιοφυλάκια
     κλητική ιματιοφυλάκιο ιματιοφυλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιματιοφυλάκιο < (ελληνιστική κοινή) ἱματιοφυλάκιον < αρχαία ελληνική ἱμάτιον (υποκοριστικό του εἷμα < ἕννυμι < *ϝέσνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-: ντύνω) < + φυλάκιον (< φυλάττω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ma.ti.o.fiˈla.ci.o/

Ουσιαστικό

ιματιοφυλάκιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.