ἱματιοθήκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἱματιοθήκη | αἱ | ἱματιοθῆκαι |
| γενική | τῆς | ἱματιοθήκης | τῶν | ἱματιοθηκῶν |
| δοτική | τῇ | ἱματιοθήκῃ | ταῖς | ἱματιοθήκαις |
| αιτιατική | τὴν | ἱματιοθήκην | τὰς | ἱματιοθήκᾱς |
| κλητική ὦ! | ἱματιοθήκη | ἱματιοθῆκαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱματιοθήκᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱματιοθήκαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἱματιοθήκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἱμάτι(ον) + -ο- + -θήκη (< τίθημι)
Πηγές
- ἱματιοθήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.