ιλαρά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.laˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιλαρά

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ιλαρά
      γενική της ιλαράς
    αιτιατική την ιλαρά
     κλητική ιλαρά
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ιλαρά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἱλαρά, θηλυκό του ἱλαρός (κατ' ευφημισμό)

Παιδάκι που έχει προσβληθεί από ιλαρά.

Ουσιαστικό

ιλαρά θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ιλαρά < ιλαρ(ός) +

Επίρρημα

ιλαρά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιλαρά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.