μπέμπελη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μπέμπελη
      γενική της μπέμπελης
    αιτιατική την μπέμπελη
     κλητική μπέμπελη
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπέμπελη < σλαβικής προέλευσης пепел (στάχτη) < πρωτοσλαβική *pepelъ (στάχτη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pepelh₁-o- (στάχτη) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

μπέμπελη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (ιατρική) (λαϊκότροπο) η ιλαρά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.