παιδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιδάκι τα παιδάκια
      γενική
    αιτιατική το παιδάκι τα παιδάκια
     κλητική παιδάκι παιδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδάκι < παιδ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιδάκι

Ουσιαστικό

παιδάκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) πολύ μικρό παιδί
  2. άτομο με συμπεριφορά μικρού παιδιού

Συγγενικά

Σημειώσεις

Ως γενική χρησιμοποιείται το "παιδιού" και "παιδιών"

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παιδί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.