ιδιοσυστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδιοσυστασία | οι | ιδιοσυστασίες |
| γενική | της | ιδιοσυστασίας | των | ιδιοσυστασιών |
| αιτιατική | την | ιδιοσυστασία | τις | ιδιοσυστασίες |
| κλητική | ιδιοσυστασία | ιδιοσυστασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιοσυστασία < ελληνιστική κοινή ἰδιοσυστασία < αρχαία ελληνική ἴδιος + συστασία / σύστασις < συνίστημι < σύν + ἵστημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ði.o.si.staˈsi.a/
Ουσιαστικό
ιδιοσυστασία θηλυκό
- η ιδιαίτερη ψυχολογική σύσταση που καθορίζει τον χαρακτήρα του ατόμου
- προσωπικό ύφος, προσωπικός χαρακτήρας
- (ιατρική) ο ιδιαίτερος τρόπος που κάθε οργανισμός αντιδρά σε νοσογόνους παράγοντες
Συγγενικά
- ιδιοσυστασιακός
- ιδιοσυστατικός
- ιδιοσύστατος
- → δείτε τις λέξεις ίδιος, σύσταση και στήνω
Μεταφράσεις
ιδιοσυστασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.