ἴδιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ῐδιο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | ἴδιος | ἡ | ἰδίᾱ & ἴδιος |
τὸ | ἴδιον | |
| γενική | τοῦ | ἰδίου | τῆς | ἰδίᾱς & ἰδίου |
τοῦ | ἰδίου | |
| δοτική | τῷ | ἰδίῳ | τῇ | ἰδίᾳ & ἰδίῳ |
τῷ | ἰδίῳ | |
| αιτιατική | τὸν | ἴδιον | τὴν | ἰδίᾱν & ἴδιον |
τὸ | ἴδιον | |
| κλητική ὦ! | ἴδιε | ἰδίᾱ & ἴδιε |
ἴδιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | ἴδιοι | αἱ | ἴδιαι & ἴδιοι |
τὰ | ἴδιᾰ | |
| γενική | τῶν | ἰδίων | τῶν | ἰδίων & ἰδίων |
τῶν | ἰδίων | |
| δοτική | τοῖς | ἰδίοις | ταῖς | ἰδίαις & ἰδίοις |
τοῖς | ἰδίοις | |
| αιτιατική | τοὺς | ἰδίους | τὰς | ἰδίᾱς & ἰδίους |
τὰ | ἴδιᾰ | |
| κλητική ὦ! | ἴδιοι | ἴδιαι & ἴδιοι |
ἴδιᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰδίω | τὼ | ἰδίᾱ & ἰδίω |
τὼ | ἰδίω | |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰδίοιν | τοῖν | ἰδίαιν & ἰδίοιν |
τοῖν | ἰδίοιν | |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | |||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- ἴδιος < *ϝhέδιος < ἔ (< ἐέ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *se) + παραγωγική κατάληξη -διος)[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ἴδιος, -α/ος, -ον, συγκριτικός : ἰδιώτερος/ἰδιαίτερος, υπερθετικός : ἰδιώτατος/ἰδιαίτατος
Παράγωγα
- ἰδίως (επίρρημα) - ἰδιαιτέρως
- (ουσιαστικοποιημένο)
- ἰδιο-, ἰδιό-, ἰδι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἰδιο- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- «ίδιος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἴδιος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἴδιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.