σύστασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύστασῐς αἱ συστάσεις
      γενική τῆς συστάσεως τῶν συστάσεων
      δοτική τῇ συστάσει ταῖς συστάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύστασῐν τὰς συστάσεις
     κλητική ! σύστασῐ συστάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συστάσει
γεν-δοτ τοῖν  συστασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύστασις < συνίστημι, συστα- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύ- + στάσις.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σύσταση

Ουσιαστικό

σύστασις, -εως θηλυκό

  1. η στάση δίπλα σε άλλον, το να στέκεσαι δίπλα
  2. συνάντηση
  3. οργάνωση
  4. συνένωση, πολιτική ένωση, όμιλος
  5. συμμαχία, φιλία
  6. συμπλοκή

Σύνθετα

  • ἀποσύστασις
  • διασύστασις
  • ἐπισύστασις
  • προσύστασις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συνίστημι, σύν και στάσις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.