συστασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συστασί αἱ συστασίαι
      γενική τῆς συστασίᾱς τῶν συστασιῶν
      δοτική τῇ συστασί ταῖς συστασίαις
    αιτιατική τὴν συστασίᾱν τὰς συστασίᾱς
     κλητική ! συστασί συστασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συστασί
γεν-δοτ τοῖν  συστασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συστασία < αρχαία ελληνική σύστασις < συνίστημι < σύν + ἵστημι

Ουσιαστικό

συστασία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.