ἰδιοσυστασία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰδιοσυστασί αἱ ἰδιοσυστασίαι
      γενική τῆς ἰδιοσυστασίᾱς τῶν ἰδιοσυστασιῶν
      δοτική τῇ ἰδιοσυστασί ταῖς ἰδιοσυστασίαις
    αιτιατική τὴν ἰδιοσυστασίᾱν τὰς ἰδιοσυστασίᾱς
     κλητική ! ἰδιοσυστασί ἰδιοσυστασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰδιοσυστασί
γεν-δοτ τοῖν  ἰδιοσυστασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἰδιοσυστασία < (ἴδιος) ἰδιο- + συστασία < αρχαία ελληνική σύστασις < συνίστημι < σύν + ἵστημι

Ουσιαστικό

ἰδιοσυστασία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.