ιδιοσύστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοσύστατος η ιδιοσύστατη το ιδιοσύστατο
      γενική του ιδιοσύστατου της ιδιοσύστατης του ιδιοσύστατου
    αιτιατική τον ιδιοσύστατο την ιδιοσύστατη το ιδιοσύστατο
     κλητική ιδιοσύστατε ιδιοσύστατη ιδιοσύστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοσύστατοι οι ιδιοσύστατες τα ιδιοσύστατα
      γενική των ιδιοσύστατων των ιδιοσύστατων των ιδιοσύστατων
    αιτιατική τους ιδιοσύστατους τις ιδιοσύστατες τα ιδιοσύστατα
     κλητική ιδιοσύστατοι ιδιοσύστατες ιδιοσύστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιδιοσύστατος < ιδιοσυστα(σία) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ði.oˈsi.sta.tos/

Επίθετο

ιδιοσύστατος, -η, -ο

  1. που έχει τη δική του σύσταση, το δικό ιδιαίτερο περιεχόμενο
  2. που συστήνει ο ίδιος τον εαυτό του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.