θυμιατίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θυμιατίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θυμιατίζω < θυμιατός < αρχαία ελληνική θυμιατός < θυμιάω / θυμιῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /θi.mɲaˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θυμιατίζω

Ρήμα

θυμιατίζω, αόρ.: θυμιάτισα, παθ.φωνή: θυμιατίζομαι, π.αόρ.: θυμιατίστηκα, μτχ.π.π.: θυμιατισμένος

  1. (θρησκεία) ρίχνω τριγύρω με το θυμιατήρι καπνό θυμιάματος
  2. (μεταφορικά) κολακεύω κάποιον υπερβολικά, τον εγκωμιάζω σε υπερβολικό βαθμό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)


Ετυμολογία

θυμιατίζω < θυμιατ(ός) + -ίζω < αρχαία ελληνική θυμιατός < θυμιάω / θυμιῶ

Ρήμα

θυμιατίζω (θρησκεία)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη θυμιατός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.