θυμιατισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θυμιατισμένος | η | θυμιατισμένη | το | θυμιατισμένο |
| γενική | του | θυμιατισμένου | της | θυμιατισμένης | του | θυμιατισμένου |
| αιτιατική | τον | θυμιατισμένο | τη | θυμιατισμένη | το | θυμιατισμένο |
| κλητική | θυμιατισμένε | θυμιατισμένη | θυμιατισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θυμιατισμένοι | οι | θυμιατισμένες | τα | θυμιατισμένα |
| γενική | των | θυμιατισμένων | των | θυμιατισμένων | των | θυμιατισμένων |
| αιτιατική | τους | θυμιατισμένους | τις | θυμιατισμένες | τα | θυμιατισμένα |
| κλητική | θυμιατισμένοι | θυμιατισμένες | θυμιατισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θυμιατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυμιατίζω
Μεταφράσεις
θυμιατισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.