θυμιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θυμιάζω < μεσαιωνική ελληνική θυμιάζω < αρχαία ελληνική θυμιάω / θυμιῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /θi.miˈa.zo/ & /θiˈmɲa.zo/
Ρήμα
θυμιάζω
- (θρησκεία) (μεταφορικά) άλλη μορφή του θυμιατίζω
- Στη Μυτιλήνη θυμιάζουν τους παλαβούς. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θυμιατίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θυμιάζω | θυμίαζα | θα θυμιάζω | να θυμιάζω | θυμιάζοντας | |
| β' ενικ. | θυμιάζεις | θυμίαζες | θα θυμιάζεις | να θυμιάζεις | θυμίαζε | |
| γ' ενικ. | θυμιάζει | θυμίαζε | θα θυμιάζει | να θυμιάζει | ||
| α' πληθ. | θυμιάζουμε | θυμιάζαμε | θα θυμιάζουμε | να θυμιάζουμε | ||
| β' πληθ. | θυμιάζετε | θυμιάζατε | θα θυμιάζετε | να θυμιάζετε | θυμιάζετε | |
| γ' πληθ. | θυμιάζουν(ε) | θυμίαζαν θυμιάζαν(ε) |
θα θυμιάζουν(ε) | να θυμιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θυμίασα | θα θυμιάσω | να θυμιάσω | θυμιάσει | ||
| β' ενικ. | θυμίασες | θα θυμιάσεις | να θυμιάσεις | θυμίασε | ||
| γ' ενικ. | θυμίασε | θα θυμιάσει | να θυμιάσει | |||
| α' πληθ. | θυμιάσαμε | θα θυμιάσουμε | να θυμιάσουμε | |||
| β' πληθ. | θυμιάσατε | θα θυμιάσετε | να θυμιάσετε | θυμιάστε | ||
| γ' πληθ. | θυμίασαν θυμιάσαν(ε) |
θα θυμιάσουν(ε) | να θυμιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θυμιάσει | είχα θυμιάσει | θα έχω θυμιάσει | να έχω θυμιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θυμιάσει | είχες θυμιάσει | θα έχεις θυμιάσει | να έχεις θυμιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θυμιάσει | είχε θυμιάσει | θα έχει θυμιάσει | να έχει θυμιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θυμιάσει | είχαμε θυμιάσει | θα έχουμε θυμιάσει | να έχουμε θυμιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θυμιάσει | είχατε θυμιάσει | θα έχετε θυμιάσει | να έχετε θυμιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θυμιάσει | είχαν θυμιάσει | θα έχουν θυμιάσει | να έχουν θυμιάσει |
| |
Μεταφράσεις
θυμιάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.