θυμιάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυμιάτισμα τα θυμιατίσματα
      γενική του θυμιατίσματος των θυμιατισμάτων
    αιτιατική το θυμιάτισμα τα θυμιατίσματα
     κλητική θυμιάτισμα θυμιατίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυμιάτισμα < θυμιατίζω + -μα

Ουσιαστικό

θυμιάτισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.