κολακεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κολακεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολακεύω[1] < κόλαξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.laˈce.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λα‐κεύ‐ω
Ρήμα
κολακεύω, αόρ.: κολάκεψα, παθ.φωνή: κολακεύομαι, π.αόρ.: κολακεύτηκα, μτχ.π.π.: κολακευμένος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόλακας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κολακεύω | κολάκευα | θα κολακεύω | να κολακεύω | κολακεύοντας | |
| β' ενικ. | κολακεύεις | κολάκευες | θα κολακεύεις | να κολακεύεις | κολάκευε | |
| γ' ενικ. | κολακεύει | κολάκευε | θα κολακεύει | να κολακεύει | ||
| α' πληθ. | κολακεύουμε | κολακεύαμε | θα κολακεύουμε | να κολακεύουμε | ||
| β' πληθ. | κολακεύετε | κολακεύατε | θα κολακεύετε | να κολακεύετε | κολακεύετε | |
| γ' πληθ. | κολακεύουν(ε) | κολάκευαν κολακεύαν(ε) |
θα κολακεύουν(ε) | να κολακεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κολάκεψα | θα κολακέψω | να κολακέψω | κολακέψει | ||
| β' ενικ. | κολάκεψες | θα κολακέψεις | να κολακέψεις | κολάκεψε | ||
| γ' ενικ. | κολάκεψε | θα κολακέψει | να κολακέψει | |||
| α' πληθ. | κολακέψαμε | θα κολακέψουμε | να κολακέψουμε | |||
| β' πληθ. | κολακέψατε | θα κολακέψετε | να κολακέψετε | κολακέψτε | ||
| γ' πληθ. | κολάκεψαν κολακέψαν(ε) |
θα κολακέψουν(ε) | να κολακέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κολακέψει | είχα κολακέψει | θα έχω κολακέψει | να έχω κολακέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις κολακέψει | είχες κολακέψει | θα έχεις κολακέψει | να έχεις κολακέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει κολακέψει | είχε κολακέψει | θα έχει κολακέψει | να έχει κολακέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κολακέψει | είχαμε κολακέψει | θα έχουμε κολακέψει | να έχουμε κολακέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε κολακέψει | είχατε κολακέψει | θα έχετε κολακέψει | να έχετε κολακέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κολακέψει | είχαν κολακέψει | θα έχουν κολακέψει | να έχουν κολακέψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κολακεύομαι | κολακευόμουν(α) | θα κολακεύομαι | να κολακεύομαι | ||
| β' ενικ. | κολακεύεσαι | κολακευόσουν(α) | θα κολακεύεσαι | να κολακεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | κολακεύεται | κολακευόταν(ε) | θα κολακεύεται | να κολακεύεται | ||
| α' πληθ. | κολακευόμαστε | κολακευόμαστε κολακευόμασταν |
θα κολακευόμαστε | να κολακευόμαστε | ||
| β' πληθ. | κολακεύεστε | κολακευόσαστε κολακευόσασταν |
θα κολακεύεστε | να κολακεύεστε | (κολακεύεστε) | |
| γ' πληθ. | κολακεύονται | κολακεύονταν κολακευόντουσαν |
θα κολακεύονται | να κολακεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κολακεύτηκα | θα κολακευτώ | να κολακευτώ | κολακευτεί | ||
| β' ενικ. | κολακεύτηκες | θα κολακευτείς | να κολακευτείς | κολακέψου | ||
| γ' ενικ. | κολακεύτηκε | θα κολακευτεί | να κολακευτεί | |||
| α' πληθ. | κολακευτήκαμε | θα κολακευτούμε | να κολακευτούμε | |||
| β' πληθ. | κολακευτήκατε | θα κολακευτείτε | να κολακευτείτε | κολακευτείτε | ||
| γ' πληθ. | κολακεύτηκαν κολακευτήκαν(ε) |
θα κολακευτούν(ε) | να κολακευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κολακευτεί | είχα κολακευτεί | θα έχω κολακευτεί | να έχω κολακευτεί | κολακευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κολακευτεί | είχες κολακευτεί | θα έχεις κολακευτεί | να έχεις κολακευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κολακευτεί | είχε κολακευτεί | θα έχει κολακευτεί | να έχει κολακευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κολακευτεί | είχαμε κολακευτεί | θα έχουμε κολακευτεί | να έχουμε κολακευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κολακευτεί | είχατε κολακευτεί | θα έχετε κολακευτεί | να έχετε κολακευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κολακευτεί | είχαν κολακευτεί | θα έχουν κολακευτεί | να έχουν κολακευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κολακευμένος - είμαστε, είστε, είναι κολακευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κολακευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κολακευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κολακευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κολακευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κολακευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κολακευμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κολακεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.