κολακεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κολακεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολακεύω[1] < κόλαξ

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.laˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολακεύω

Ρήμα

κολακεύω, αόρ.: κολάκεψα, παθ.φωνή: κολακεύομαι, π.αόρ.: κολακεύτηκα, μτχ.π.π.: κολακευμένος

  1. αποδίδω ιδιοτελώς σε κάποιον επαίνους που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα
     συνώνυμα: θωπεύω, καλοπιάνω
  2. ικανοποιώ κάποιον ή τον κάνω υπερήφανο
    Με κολακεύει η παρουσία σας στο σπίτι μου, κύριε πρόεδρε!
  3. αναδεικνύω την ομορφιά και τη χάρη κάποιου
    Αυτό το φόρεμα που φοράς σε κολακεύει.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.