εγκωμιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εγκωμιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκωμιάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɡo.miˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκω‐μι‐ά‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κω‐μι‐ά‐ζω
Ρήμα
εγκωμιάζω, αόρ.: εγκωμίασα, παθ.φωνή: εγκωμιάζομαι, π.αόρ.: εγκωμιάστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: εγκωμιασμένος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εγκώμιο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εγκωμιάζω | εγκωμίαζα | θα εγκωμιάζω | να εγκωμιάζω | εγκωμιάζοντας | |
| β' ενικ. | εγκωμιάζεις | εγκωμίαζες | θα εγκωμιάζεις | να εγκωμιάζεις | εγκωμίαζε | |
| γ' ενικ. | εγκωμιάζει | εγκωμίαζε | θα εγκωμιάζει | να εγκωμιάζει | ||
| α' πληθ. | εγκωμιάζουμε | εγκωμιάζαμε | θα εγκωμιάζουμε | να εγκωμιάζουμε | ||
| β' πληθ. | εγκωμιάζετε | εγκωμιάζατε | θα εγκωμιάζετε | να εγκωμιάζετε | εγκωμιάζετε | |
| γ' πληθ. | εγκωμιάζουν(ε) | εγκωμίαζαν εγκωμιάζαν(ε) |
θα εγκωμιάζουν(ε) | να εγκωμιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εγκωμίασα | θα εγκωμιάσω | να εγκωμιάσω | εγκωμιάσει | ||
| β' ενικ. | εγκωμίασες | θα εγκωμιάσεις | να εγκωμιάσεις | εγκωμίασε | ||
| γ' ενικ. | εγκωμίασε | θα εγκωμιάσει | να εγκωμιάσει | |||
| α' πληθ. | εγκωμιάσαμε | θα εγκωμιάσουμε | να εγκωμιάσουμε | |||
| β' πληθ. | εγκωμιάσατε | θα εγκωμιάσετε | να εγκωμιάσετε | εγκωμιάστε | ||
| γ' πληθ. | εγκωμίασαν εγκωμιάσαν(ε) |
θα εγκωμιάσουν(ε) | να εγκωμιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εγκωμιάσει | είχα εγκωμιάσει | θα έχω εγκωμιάσει | να έχω εγκωμιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εγκωμιάσει | είχες εγκωμιάσει | θα έχεις εγκωμιάσει | να έχεις εγκωμιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εγκωμιάσει | είχε εγκωμιάσει | θα έχει εγκωμιάσει | να έχει εγκωμιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εγκωμιάσει | είχαμε εγκωμιάσει | θα έχουμε εγκωμιάσει | να έχουμε εγκωμιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εγκωμιάσει | είχατε εγκωμιάσει | θα έχετε εγκωμιάσει | να έχετε εγκωμιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εγκωμιάσει | είχαν εγκωμιάσει | θα έχουν εγκωμιάσει | να έχουν εγκωμιάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εγκωμιάζομαι | εγκωμιαζόμουν(α) | θα εγκωμιάζομαι | να εγκωμιάζομαι | ||
| β' ενικ. | εγκωμιάζεσαι | εγκωμιαζόσουν(α) | θα εγκωμιάζεσαι | να εγκωμιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | εγκωμιάζεται | εγκωμιαζόταν(ε) | θα εγκωμιάζεται | να εγκωμιάζεται | ||
| α' πληθ. | εγκωμιαζόμαστε | εγκωμιαζόμαστε εγκωμιαζόμασταν |
θα εγκωμιαζόμαστε | να εγκωμιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εγκωμιάζεστε | εγκωμιαζόσαστε εγκωμιαζόσασταν |
θα εγκωμιάζεστε | να εγκωμιάζεστε | (εγκωμιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | εγκωμιάζονται | εγκωμιάζονταν εγκωμιαζόντουσαν |
θα εγκωμιάζονται | να εγκωμιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εγκωμιάστηκα | θα εγκωμιαστώ | να εγκωμιαστώ | εγκωμιαστεί | ||
| β' ενικ. | εγκωμιάστηκες | θα εγκωμιαστείς | να εγκωμιαστείς | εγκωμιάσου | ||
| γ' ενικ. | εγκωμιάστηκε | θα εγκωμιαστεί | να εγκωμιαστεί | |||
| α' πληθ. | εγκωμιαστήκαμε | θα εγκωμιαστούμε | να εγκωμιαστούμε | |||
| β' πληθ. | εγκωμιαστήκατε | θα εγκωμιαστείτε | να εγκωμιαστείτε | εγκωμιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | εγκωμιάστηκαν εγκωμιαστήκαν(ε) |
θα εγκωμιαστούν(ε) | να εγκωμιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εγκωμιαστεί | είχα εγκωμιαστεί | θα έχω εγκωμιαστεί | να έχω εγκωμιαστεί | εγκωμιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εγκωμιαστεί | είχες εγκωμιαστεί | θα έχεις εγκωμιαστεί | να έχεις εγκωμιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εγκωμιαστεί | είχε εγκωμιαστεί | θα έχει εγκωμιαστεί | να έχει εγκωμιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εγκωμιαστεί | είχαμε εγκωμιαστεί | θα έχουμε εγκωμιαστεί | να έχουμε εγκωμιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εγκωμιαστεί | είχατε εγκωμιαστεί | θα έχετε εγκωμιαστεί | να έχετε εγκωμιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εγκωμιαστεί | είχαν εγκωμιαστεί | θα έχουν εγκωμιαστεί | να έχουν εγκωμιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εγκωμιασμένος - είμαστε, είστε, είναι εγκωμιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εγκωμιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εγκωμιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εγκωμιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εγκωμιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εγκωμιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εγκωμιασμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.