θυμιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θυμιασμένος | η | θυμιασμένη | το | θυμιασμένο |
| γενική | του | θυμιασμένου | της | θυμιασμένης | του | θυμιασμένου |
| αιτιατική | τον | θυμιασμένο | τη | θυμιασμένη | το | θυμιασμένο |
| κλητική | θυμιασμένε | θυμιασμένη | θυμιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θυμιασμένοι | οι | θυμιασμένες | τα | θυμιασμένα |
| γενική | των | θυμιασμένων | των | θυμιασμένων | των | θυμιασμένων |
| αιτιατική | τους | θυμιασμένους | τις | θυμιασμένες | τα | θυμιασμένα |
| κλητική | θυμιασμένοι | θυμιασμένες | θυμιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θυμιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυμιάζω
Μεταφράσεις
θυμιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.