θυμάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θυμάρι | τα | θυμάρια |
| γενική | του | θυμαριού | των | θυμαριών |
| αιτιατική | το | θυμάρι | τα | θυμάρια |
| κλητική | θυμάρι | θυμάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Θυμάρι
Ετυμολογία
- θυμάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *θυμάριον < ελληνιστική κοινή θύμος / θύμον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θiˈma.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θυ‐μά‐ρι
Ουσιαστικό
θυμάρι ουδέτερο
- (φυτό) αρωματικός θάμνος του είδους Thymus vulgaris· τα ξεραμένα φύλλα και άνθη του χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό
Συγγενικά
- αγριοθύμαρο
- ασπροθύμαρο
- θυμαράκι
- Θυμάρι (τοπωνύμιο)
- θυμαριά
- θυμαρίσιος
- θύμος
-
θυμάρι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- θυμάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.