αγριοθύμαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριοθύμαρο τα αγριοθύμαρα
      γενική του αγριοθύμαρου των αγριοθύμαρων
    αιτιατική το αγριοθύμαρο τα αγριοθύμαρα
     κλητική αγριοθύμαρο αγριοθύμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριοθύμαρο < αγριο- + θυμάρ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

αγριοθύμαρο[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αγριοθύμαρο -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.