ασπροθύμαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασπροθύμαρο τα ασπροθύμαρα
      γενική του ασπροθύμαρου των ασπροθύμαρων
    αιτιατική το ασπροθύμαρο τα ασπροθύμαρα
     κλητική ασπροθύμαρο ασπροθύμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπροθύμαρο < ασπρο- + θυμάρ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

ασπροθύμαρο[1] ουδέτερο

  • (φυτό) το φυτό Gnaphalum graecum

Συνώνυμα

  • αντιστρόφι
  • σαρκόχορτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ασπροθύμαρο -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.