ασπροθύμαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασπροθύμαρο | τα | ασπροθύμαρα |
| γενική | του | ασπροθύμαρου | των | ασπροθύμαρων |
| αιτιατική | το | ασπροθύμαρο | τα | ασπροθύμαρα |
| κλητική | ασπροθύμαρο | ασπροθύμαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- αντιστρόφι
- σαρκόχορτο
Μεταφράσεις
ασπροθύμαρο
|
|
Αναφορές
- ασπροθύμαρο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.