θυμαρίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυμαρίσιος η θυμαρίσια το θυμαρίσιο
      γενική του θυμαρίσιου της θυμαρίσιας του θυμαρίσιου
    αιτιατική τον θυμαρίσιο τη θυμαρίσια το θυμαρίσιο
     κλητική θυμαρίσιε θυμαρίσια θυμαρίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυμαρίσιοι οι θυμαρίσιες τα θυμαρίσια
      γενική των θυμαρίσιων των θυμαρίσιων των θυμαρίσιων
    αιτιατική τους θυμαρίσιους τις θυμαρίσιες τα θυμαρίσια
     κλητική θυμαρίσιοι θυμαρίσιες θυμαρίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θυμαρίσιος < θυμάρ(ι) + -ίσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /θi.maˈɾi.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θυμαρίσιος

Επίθετο

θυμαρίσιος

  • που παράγεται από θυμάρι
    θυμαρίσιο μέλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.