μπαχαρικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
      γενική του μπαχαρικού των μπαχαρικών
    αιτιατική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
     κλητική μπαχαρικό μπαχαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαχαρικό < μπαχάρ(ι) + -ικό

Ουσιαστικό

μπαχαρικό ουδέτερο

  • (μπαχαρικό) μαγειρικό καρύκευμα που αρωματίζει και νοστιμεύει το φαγητό, π.χ. το πιπέρι, η κανέλλα, το κύμινο, το μοσχοκάρυδο κτλ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.