θρυλούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θρυλούμενος | η | θρυλούμενη | το | θρυλούμενο |
| γενική | του | θρυλούμενου | της | θρυλούμενης | του | θρυλούμενου |
| αιτιατική | τον | θρυλούμενο | τη | θρυλούμενη | το | θρυλούμενο |
| κλητική | θρυλούμενε | θρυλούμενη | θρυλούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θρυλούμενοι | οι | θρυλούμενες | τα | θρυλούμενα |
| γενική | των | θρυλούμενων | των | θρυλούμενων | των | θρυλούμενων |
| αιτιατική | τους | θρυλούμενους | τις | θρυλούμενες | τα | θρυλούμενα |
| κλητική | θρυλούμενοι | θρυλούμενες | θρυλούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θρυλούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θρυλούμενος (που είναι στο στόμα όλων), μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος θρυλέω / θρυλῶ [1]
- Και (ουσιαστικοποιημένο), κυρίως στον πληθυντικό του ουδέτερου: θρυλούμενα [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θɾiˈlu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρυ‐λού‐με‐νος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θρύλος
Μεταφράσεις
θρυλούμενος
|
|
Αναφορές
- s.v. θρυλείται - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- s.v. θρυλείται, θρυλούνται (& θρυλούμενα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θρυλούμενος | ἡ | θρυλουμένη | τὸ | θρυλούμενον |
| γενική | τοῦ | θρυλουμένου | τῆς | θρυλουμένης | τοῦ | θρυλουμένου |
| δοτική | τῷ | θρυλουμένῳ | τῇ | θρυλουμένῃ | τῷ | θρυλουμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | θρυλούμενον | τὴν | θρυλουμένην | τὸ | θρυλούμενον |
| κλητική ὦ! | θρυλούμενε | θρυλουμένη | θρυλούμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | θρυλούμενοι | αἱ | θρυλούμεναι | τὰ | θρυλούμενᾰ |
| γενική | τῶν | θρυλουμένων | τῶν | θρυλουμένων | τῶν | θρυλουμένων |
| δοτική | τοῖς | θρυλουμένοις | ταῖς | θρυλουμέναις | τοῖς | θρυλουμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | θρυλουμένους | τὰς | θρυλουμένᾱς | τὰ | θρυλούμενᾰ |
| κλητική ὦ! | θρυλούμενοι | θρυλούμεναι | θρυλούμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρυλουμένω | τὼ | θρυλουμένᾱ | τὼ | θρυλουμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | θρυλουμένοιν | τοῖν | θρυλουμέναιν | τοῖν | θρυλουμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- θρυλούμενον (ουσιαστικοποιημένο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θρῦλος
Πηγές
- θρυλέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρυλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.