θερμουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | θερμουργός | το | θερμουργό | ||
| γενική | του/της | θερμουργού | του | θερμουργού | ||
| αιτιατική | τον/τη | θερμουργό | το | θερμουργό | ||
| κλητική | θερμουργέ | θερμουργό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | θερμουργοί | τα | θερμουργά | ||
| γενική | των | θερμουργών | των | θερμουργών | ||
| αιτιατική | τους/τις | θερμουργούς | τα | θερμουργά | ||
| κλητική | θερμουργοί | θερμουργά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θερμουργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερμουργός < θερμ- + -ουργός (ἔργον)
Επίθετο
θερμουργός, -ός, -ό [1]
- (λόγιο) που δημιουργεί θερμότητα [2]
- (λόγιο, μεταφορικά) θερμοκέφαλος, απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος (όπως στα αρχαία ελληνικά) [3]
Παράγωγα
- θερμουργία
- θερμουργώς (επίρρημα)
Μεταφράσεις
θερμουργός
|
|
Αναφορές
- θερμουργός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | θερμουργός | τὸ | θερμουργόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | θερμουργοῦ | τοῦ | θερμουργοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | θερμουργῷ | τῷ | θερμουργῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | θερμουργόν | τὸ | θερμουργόν | ||
| κλητική ὦ! | θερμουργέ | θερμουργόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | θερμουργοί | τὰ | θερμουργᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | θερμουργῶν | τῶν | θερμουργῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | θερμουργοῖς | τοῖς | θερμουργοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | θερμουργούς | τὰ | θερμουργᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | θερμουργοί | θερμουργᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θερμουργώ | τὼ | θερμουργώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θερμουργοῖν | τοῖν | θερμουργοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- θερμουργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θερμουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.