θερμόβουλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | θερμόβουλος | τὸ | θερμόβουλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | θερμοβούλου | τοῦ | θερμοβούλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | θερμοβούλῳ | τῷ | θερμοβούλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | θερμόβουλον | τὸ | θερμόβουλον | ||
| κλητική ὦ! | θερμόβουλε | θερμόβουλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | θερμόβουλοι | τὰ | θερμόβουλᾰ | ||
| γενική | τῶν | θερμοβούλων | τῶν | θερμοβούλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | θερμοβούλοις | τοῖς | θερμοβούλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | θερμοβούλους | τὰ | θερμόβουλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | θερμόβουλοι | θερμόβουλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θερμοβούλω | τὼ | θερμοβούλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θερμοβούλοιν | τοῖν | θερμοβούλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- θερμόβουλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θερμόβουλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.