θεοσέβεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεοσέβεια | οι | θεοσέβειες |
| γενική | της | θεοσέβειας | των | θεοσεβειών |
| αιτιατική | τη | θεοσέβεια | τις | θεοσέβειες |
| κλητική | θεοσέβεια | θεοσέβειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεοσέβεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεοσέβεια < θεοσεβής < (θεός) θεο- + σέβας
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.oˈse.vi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ο‐σέ‐βει‐α
Ουσιαστικό
θεοσέβεια θηλυκό
Πηγές
- θεοσέβεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | θεοσέβειᾰ | αἱ | θεοσέβειαι |
| γενική | τῆς | θεοσεβείᾱς | τῶν | θεοσεβειῶν |
| δοτική | τῇ | θεοσεβείᾳ | ταῖς | θεοσεβείαις |
| αιτιατική | τὴν | θεοσέβειᾰν | τὰς | θεοσεβείᾱς |
| κλητική ὦ! | θεοσέβειᾰ | θεοσέβειαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεοσεβείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θεοσεβείαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θεοσεβής
Αναφορές
- «θεοσεβής» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- θεοσέβεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεοσέβεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.