εὐσέβεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐσέβει αἱ εὐσέβειαι
      γενική τῆς εὐσεβείᾱς τῶν εὐσεβειῶν
      δοτική τῇ εὐσεβεί ταῖς εὐσεβείαις
    αιτιατική τὴν εὐσέβειᾰν τὰς εὐσεβείᾱς
     κλητική ! εὐσέβει εὐσέβειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐσεβεί
γεν-δοτ τοῖν  εὐσεβείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εὐσέβεια < εὐσεβ(ής) + -εια

Ουσιαστικό

εὐσέβεια θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.