θειάφισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θειάφισμα τα θειαφίσματα
      γενική του θειαφίσματος των θειαφισμάτων
    αιτιατική το θειάφισμα τα θειαφίσματα
     κλητική θειάφισμα θειαφίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θειάφισμα < (θειαφίζω) θειαφισ- + -μα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθça.fi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θειάφισμα

Ουσιαστικό

θειάφισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.