θείωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θείωση οι θειώσεις
      γενική της θείωσης* των θειώσεων
    αιτιατική τη θείωση τις θειώσεις
     κλητική θείωση θειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θείωση < θείο(ν) + -ωση, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sulfurisation[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θείωση

Ουσιαστικό

θείωση θηλυκό

  1. το θειάφισμα
  2. (χημεία) εμπλουτισμός μιας ουσίας με θείο ή με θειούχα ένωση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.