θειώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θειώδης η θειώδης το θειώδες
      γενική του θειώδους της θειώδους του θειώδους
    αιτιατική τον θειώδη τη θειώδη το θειώδες
     κλητική θειώδη(ς) θειώδης θειώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θειώδεις οι θειώδεις τα θειώδη
      γενική των θειωδών των θειωδών των θειωδών
    αιτιατική τους θειώδεις τις θειώδεις τα θειώδη
     κλητική θειώδεις θειώδεις θειώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θειώδης < (ελληνιστική κοινή) θεῖον + -ώδης

Επίθετο

θειώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με το θείο (θειάφι)
  2. (χημεία) που περιέχει στο μόριό του άτομο θείου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.