έκθαμβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έκθαμβος | η | έκθαμβη | το | έκθαμβο |
| γενική | του | έκθαμβου | της | έκθαμβης | του | έκθαμβου |
| αιτιατική | τον | έκθαμβο | την | έκθαμβη | το | έκθαμβο |
| κλητική | έκθαμβε | έκθαμβη | έκθαμβο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έκθαμβοι | οι | έκθαμβες | τα | έκθαμβα |
| γενική | των | έκθαμβων | των | έκθαμβων | των | έκθαμβων |
| αιτιατική | τους | έκθαμβους | τις | έκθαμβες | τα | έκθαμβα |
| κλητική | έκθαμβοι | έκθαμβες | έκθαμβα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έκθαμβος < αρχαία ελληνική ἔκθαμβος (ἐκ + θάμβος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.