ἐξίσταμαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐξίσταμαι: παθητική φωνή του ρήματος ἐξίστημι

Ρήμα

ἐξίσταμαι

  1. στέκω παράμερα
  2. στέκω μακριά, απομακρύνομαι, αποσύρομαι
  3. υποχωρώ, αποφεύγω
  4. παραιτούμαι
  5. στερούμαι, χάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.