ἐξίσταμαι
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἐξίσταμαι
:
παθητική φωνή
του ρήματος
ἐξίστημι
Ρήμα
ἐξίσταμαι
στέκω
παράμερα
στέκω
μακριά
,
απομακρύνομαι
,
αποσύρομαι
υποχωρώ
,
αποφεύγω
παραιτούμαι
στερούμαι
,
χάνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.