admire

Αγγλικά (en)

ενεστώτας admire
γ΄ ενικό ενεστώτα admires
αόριστος admired
παθητική μετοχή admired
ενεργητική μετοχή admiring

Ρήμα

admire (en) (μεταβατικό)

  1. θαυμάζω, σέβομαι κάποιον για αυτό που έχει κάνει ή για τις ιδιότητές του
    She admires you.
    Σε θαυμάζει.
    He greatly admires your work.
    Θαυμάζει πολύ το έργο σου.
  2. θαυμάζω, κοιτάζω κάτι και εκτιμώ ότι είναι ελκυστικό ή εντυπωσιακό
    We stood and admired the landscape.
    Σταθήκαμε να θαυμάσουμε το τοπίο.

Παράγωγα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ad.miʁ/

Ρηματικός τύπος

admire (fr), από το ρήμα admirer

  1. στο πρώτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής
  2. στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής
  3. στο δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της προστακτικής

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.