admire
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | admire |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | admires |
| αόριστος | admired |
| παθητική μετοχή | admired |
| ενεργητική μετοχή | admiring |
Ρήμα
admire (en) (μεταβατικό)
- θαυμάζω, σέβομαι κάποιον για αυτό που έχει κάνει ή για τις ιδιότητές του
- ↪ She admires you.
- Σε θαυμάζει.
- ↪ He greatly admires your work.
- Θαυμάζει πολύ το έργο σου.
- ↪ She admires you.
- θαυμάζω, κοιτάζω κάτι και εκτιμώ ότι είναι ελκυστικό ή εντυπωσιακό
- ↪ We stood and admired the landscape.
- Σταθήκαμε να θαυμάσουμε το τοπίο.
- ↪ We stood and admired the landscape.
Παράγωγα
Πηγές
- admire - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 367. ISBN 9780194325684., λήμμα: θαυμάζω
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ad.miʁ/
Ρηματικός τύπος
admire (fr), από το ρήμα admirer
- στο πρώτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής
- στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής και της υποτακτικής
- στο δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της προστακτικής
Ομώνυμα / Ομόηχα
- admires
- admirent
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.