ἐπικουρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐπικουρέω < ἐπίκουρ(ος) + -έω
Ρήμα
ἐπικουρέω
- (+ δοτική) βοηθώ κάποιον, τον συντρέχω, υπηρετώ ως σύμμαχος σε κάποιον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 1452
- ὦ φίλτατ᾽, ἐπεκούρησας ὅσον εἶχες φίλοις.
- Με βόηθησες, γλυκό μου, όσο μπορούσες.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ὦ φίλτατ᾽, ἐπεκούρησας ὅσον εἶχες φίλοις.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 23.3
- ἢν δὲ ἡ δουλεία ἐπανιστῆται, ἐπικουρεῖν Ἀθηναίους Λακεδαιμονίοις παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν.
- Αν οι δούλοι επαναστατήσουν, οι Αθηναίοι θα βοηθήσουν τους Λακεδαιμονίους μ᾽ όλες τους τις δυνάμεις και με κάθε τρόπο.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἢν δὲ ἡ δουλεία ἐπανιστῆται, ἐπικουρεῖν Ἀθηναίους Λακεδαιμονίοις παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 1452
- (+ δοτική + αιτιατική πράγματος) κρατώ κάτι μακριά απο κάποιον
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.25
- ἀλλὰ γάρ, ἔφη, θαυμάζω ὅτι εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε καὶ οὐ σιωπᾶτε, εἰ δέ τῳ ἢ χειμῶνα ἐπεκούρησα ἢ πολέμιον ἀπήρυξα ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι, τούτων δὲ οὐδεὶς μέμνηται,
- Απορώ όμως, πρόσθεσε, που αν έγινα σε μερικούς από σας μισητός, το θυμάστε και το διηγείστε, ενώ αν προφύλαξα κανέναν από το κρύο ή αν έδιωξα εχθρό από κοντά του ή αν του προμήθεψα κάτι, όταν ήταν άρρωστος ή όταν είχε ανάγκη, αυτά δεν τα θυμάται κανένας.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀλλὰ γάρ, ἔφη, θαυμάζω ὅτι εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε καὶ οὐ σιωπᾶτε, εἰ δέ τῳ ἢ χειμῶνα ἐπεκούρησα ἢ πολέμιον ἀπήρυξα ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι, τούτων δὲ οὐδεὶς μέμνηται,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.25
- (+ δοτική πράγματος + αιτιατική) παρέχω βοήθεια, εφοδιάζω, προμηθεύω
- (+ δοτική) κάτι είναι χρήσιμο σε κάποιον
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 2.30 @scaife.perseus
- ἐσθὴς μέντοι ὅτῳ ἐστὶν ἀφθονωτέρα παροῦσα, πολλὰ καὶ ὑγιαίνοντι καὶ κάμνοντι ἐπικουρεῖ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 2.30 @scaife.perseus
Σύνθετα
- ἀντεπικουρέω
- παρεπικουρέω
- συνεπικουρέω
Συγγενικά
- αἰνεπίκουρος
- ἀνεπικούρητος
- δυσεπικούρητος
- Ἐπικούρειος
- ἐπικούρημα
- ἐπικούρησις
- ἐπικουρητικός
- ἐπικουρία
- ἐπικουρίζω
- ἐπικουρικός
- ἐπικούριος
- ἐπίκουρος
- συνεπικούρειος
Πηγές
- ἐπικουρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπικουρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.