ἄγαμαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἄγαμαι 
Παρατατικός  ἠγάμην 
Μέλλοντας  ἀγάσομαι,
ἀγασθήσομαι 
Αόριστος  ἠγασ(σ)άμην,
ἠγάσθην 
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

ἄγαμαι (αποθετικό)

  1. θαυμάζω, εκτιμώ
    ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαι Οδύσσεια 6.168
  2. θαυμάζω, απορώ
    μνηστῆρες δε ὑπερφιάλως ἀγάσαντο (απόρησαν τρομερά, έμειναν εμβρόντητοι οι μνηστήρες στη θέα του Οδυσσέα)
    Ὀδυσῆος ἀγασσάμεθ᾽ εἶδος ἰδόντες Ιλιάδα 3.224.
  3. οργίζομαι, φθονώ
    ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα (εξοργισμένοι με τις κακές σας πράξεις)
    Ποσειδάων᾽ ἀγάσεσθαι ἡμῖν, οὕνεκα... (είχε εξοργισθεί ο Ποσειδώνας επειδή εμείς...)

Συνώνυμα

Παράγωγα

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.