ηλίανθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ηλίανθος | οι | ηλίανθοι |
| γενική | του | ηλίανθου | των | ηλίανθων |
| αιτιατική | τον | ηλίανθο | τους | ηλίανθους |
| κλητική | ηλίανθε | ηλίανθοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ηλίανθος
Ετυμολογία
- ηλίανθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική helianthus < ελληνιστική κοινή ἡλιανθές[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ηλί- + άνθος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈli.an.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λί‐αν‐θος
Ουσιαστικό
ηλίανθος αρσενικό
- (φυτό) ποώδες φυτό με κεφάλια μεγάλες μαργαρίτες που στρέφονται αντίθετα προς τον ήλιο κατά τη διάρκεια της μέρας
Συνώνυμα
Σύνθετα
- ηλιάνθεμο
- ηλιανθόμελο
- ηλιανθός
Μεταφράσεις
ηλίανθος
Αναφορές
- ηλίανθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.