ηδυπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηδυπαθής | η | ηδυπαθής | το | ηδυπαθές |
| γενική | του | ηδυπαθούς* | της | ηδυπαθούς | του | ηδυπαθούς |
| αιτιατική | τον | ηδυπαθή | την | ηδυπαθή | το | ηδυπαθές |
| κλητική | ηδυπαθή(ς) | ηδυπαθής | ηδυπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηδυπαθείς | οι | ηδυπαθείς | τα | ηδυπαθή |
| γενική | των | ηδυπαθών | των | ηδυπαθών | των | ηδυπαθών |
| αιτιατική | τους | ηδυπαθείς | τις | ηδυπαθείς | τα | ηδυπαθή |
| κλητική | ηδυπαθείς | ηδυπαθείς | ηδυπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηδυπαθής < αρχαία ελληνική ἡδυπαθής < ἡδύς + πάσχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ði.paˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐δυ‐πα‐θής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.