ἡδυπαθής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡδυπαθής τὸ ἡδυπαθές
      γενική τοῦ/τῆς ἡδυπαθοῦς τοῦ ἡδυπαθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἡδυπαθεῖ τῷ ἡδυπαθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡδυπαθ τὸ ἡδυπαθές
     κλητική ! ἡδυπαθές ἡδυπαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡδυπαθεῖς τὰ ἡδυπαθ
      γενική τῶν ἡδυπαθῶν τῶν ἡδυπαθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡδυπαθέσ(ν) τοῖς ἡδυπαθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡδυπαθεῖς τὰ ἡδυπαθ
     κλητική ! ἡδυπαθεῖς ἡδυπαθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡδυπαθεῖ τὼ ἡδυπαθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἡδυπαθοῖν τοῖν ἡδυπαθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἡδυπαθής < ἡδυ- + -παθής

Επίθετο

ἡδυπαθής, -ής, -ές


Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.