ζυγιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζυγιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ζυγιάζω < αρχαία ελληνική ζυγός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm (ζυγός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yewg- (ενώνω, ζεύω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziˈʝa.zo/
Ρήμα
ζυγιάζω, αόρ.: ζύγιασα, παθ.φωνή: ζυγιάζομαι/ζυγιέμαι, π.αόρ.: ζυγιάστηκα, μτχ.π.π.: ζυγιασμένος
- (προφορικό) μορφλγ ζυγίζω
- τοποθετώ συμμετρικά και υπολογισμένα
- (μεταφορικά) κρίνω, συγκρίνω, μετρώ, υπολογίζω
- ※ Αυτά ήθελα να σου πω, γι' αυτό σε φώναξα• και τώρα ζύγιασε καλά τα όσα άκουσες κι αποκρίσου. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
- αεροζυγιάζομαι
- αζύγιαστα
- αζύγιαστος
- ακριβοζυγιάζω
- ακριβοζυγιασμένος
- ακροζυγιάζομαι
- αλαφροζυγιάζω
- αντιζυγιάζω
- αντιζύγιασμα
- αργοζυγιάζω
- ζύγιασμα
- ισοζυγιάζω
- καλοζυγιασμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζυγιάζω | ζύγιαζα | θα ζυγιάζω | να ζυγιάζω | ζυγιάζοντας | |
| β' ενικ. | ζυγιάζεις | ζύγιαζες | θα ζυγιάζεις | να ζυγιάζεις | ζύγιαζε | |
| γ' ενικ. | ζυγιάζει | ζύγιαζε | θα ζυγιάζει | να ζυγιάζει | ||
| α' πληθ. | ζυγιάζουμε | ζυγιάζαμε | θα ζυγιάζουμε | να ζυγιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ζυγιάζετε | ζυγιάζατε | θα ζυγιάζετε | να ζυγιάζετε | ζυγιάζετε | |
| γ' πληθ. | ζυγιάζουν(ε) | ζύγιαζαν ζυγιάζαν(ε) |
θα ζυγιάζουν(ε) | να ζυγιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ζύγιασα | θα ζυγιάσω | να ζυγιάσω | ζυγιάσει | ||
| β' ενικ. | ζύγιασες | θα ζυγιάσεις | να ζυγιάσεις | ζύγιασε | ||
| γ' ενικ. | ζύγιασε | θα ζυγιάσει | να ζυγιάσει | |||
| α' πληθ. | ζυγιάσαμε | θα ζυγιάσουμε | να ζυγιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ζυγιάσατε | θα ζυγιάσετε | να ζυγιάσετε | ζυγιάστε | ||
| γ' πληθ. | ζύγιασαν ζυγιάσαν(ε) |
θα ζυγιάσουν(ε) | να ζυγιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ζυγιάσει | είχα ζυγιάσει | θα έχω ζυγιάσει | να έχω ζυγιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ζυγιάσει | είχες ζυγιάσει | θα έχεις ζυγιάσει | να έχεις ζυγιάσει | έχε ζυγιασμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ζυγιάσει | είχε ζυγιάσει | θα έχει ζυγιάσει | να έχει ζυγιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζυγιάσει | είχαμε ζυγιάσει | θα έχουμε ζυγιάσει | να έχουμε ζυγιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ζυγιάσει | είχατε ζυγιάσει | θα έχετε ζυγιάσει | να έχετε ζυγιάσει | έχετε ζυγιασμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ζυγιάσει | είχαν ζυγιάσει | θα έχουν ζυγιάσει | να έχουν ζυγιάσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ζυγιασμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ζυγιασμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ζυγιασμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ζυγιασμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζυγιάζομαι | ζυγιαζόμουν(α) | θα ζυγιάζομαι | να ζυγιάζομαι | ||
| β' ενικ. | ζυγιάζεσαι | ζυγιαζόσουν(α) | θα ζυγιάζεσαι | να ζυγιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ζυγιάζεται | ζυγιαζόταν(ε) | θα ζυγιάζεται | να ζυγιάζεται | ||
| α' πληθ. | ζυγιαζόμαστε | ζυγιαζόμαστε ζυγιαζόμασταν |
θα ζυγιαζόμαστε | να ζυγιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ζυγιάζεστε | ζυγιαζόσαστε ζυγιαζόσασταν |
θα ζυγιάζεστε | να ζυγιάζεστε | (ζυγιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | ζυγιάζονται | ζυγιάζονταν ζυγιαζόντουσαν |
θα ζυγιάζονται | να ζυγιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ζυγιάστηκα | θα ζυγιαστώ | να ζυγιαστώ | ζυγιαστεί | ||
| β' ενικ. | ζυγιάστηκες | θα ζυγιαστείς | να ζυγιαστείς | ζυγιάσου | ||
| γ' ενικ. | ζυγιάστηκε | θα ζυγιαστεί | να ζυγιαστεί | |||
| α' πληθ. | ζυγιαστήκαμε | θα ζυγιαστούμε | να ζυγιαστούμε | |||
| β' πληθ. | ζυγιαστήκατε | θα ζυγιαστείτε | να ζυγιαστείτε | ζυγιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | ζυγιάστηκαν ζυγιαστήκαν(ε) |
θα ζυγιαστούν(ε) | να ζυγιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ζυγιαστεί | είχα ζυγιαστεί | θα έχω ζυγιαστεί | να έχω ζυγιαστεί | ζυγιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ζυγιαστεί | είχες ζυγιαστεί | θα έχεις ζυγιαστεί | να έχεις ζυγιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ζυγιαστεί | είχε ζυγιαστεί | θα έχει ζυγιαστεί | να έχει ζυγιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζυγιαστεί | είχαμε ζυγιαστεί | θα έχουμε ζυγιαστεί | να έχουμε ζυγιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ζυγιαστεί | είχατε ζυγιαστεί | θα έχετε ζυγιαστεί | να έχετε ζυγιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ζυγιαστεί | είχαν ζυγιαστεί | θα έχουν ζυγιαστεί | να έχουν ζυγιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ζυγιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ζυγιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ζυγιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ζυγιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ζυγιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ζυγιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ζυγιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ζυγιασμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.