καλοζυγιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοζυγιασμένος η καλοζυγιασμένη το καλοζυγιασμένο
      γενική του καλοζυγιασμένου της καλοζυγιασμένης του καλοζυγιασμένου
    αιτιατική τον καλοζυγιασμένο την καλοζυγιασμένη το καλοζυγιασμένο
     κλητική καλοζυγιασμένε καλοζυγιασμένη καλοζυγιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοζυγιασμένοι οι καλοζυγιασμένες τα καλοζυγιασμένα
      γενική των καλοζυγιασμένων των καλοζυγιασμένων των καλοζυγιασμένων
    αιτιατική τους καλοζυγιασμένους τις καλοζυγιασμένες τα καλοζυγιασμένα
     κλητική καλοζυγιασμένοι καλοζυγιασμένες καλοζυγιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

καλοζυγιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.