ζύγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζύγι τα ζύγια
      γενική του ζυγιού των ζυγιών
    αιτιατική το ζύγι τα ζύγια
     κλητική ζύγι ζύγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζύγι < μεσαιωνική ελληνική ζύγι < ζύγιν < ζύγιον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzi.ʝi/

Ουσιαστικό

ζύγι ουδέτερο

  1. μέτρο βάρους τοποθετούμενο στο ένα σκέλος του ζυγού για να προσδιοριστεί το βάρος αντικειμένου που τοποθετείται στο άλλο σκέλος του ζυγού
  2. βαρίδι που κρέμεται από το νήμα της στάθμης για να προσδιοριστεί η κατακόρυφη κατεύθυνση
  3. ένα από δύο (ή περισσότερα) μικρά νήματα με τα οποία συνδέεται ο σκελετός του χαρταετού με το νήμα από το οποίο εξαρτάται κατά την ανύψωσή του
    όλη η επιτυχία του κλασικού χαρταετού βρίσκεται στα ζύγια του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.