ζύγι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζύγι | τα | ζύγια |
| γενική | του | ζυγιού | των | ζυγιών |
| αιτιατική | το | ζύγι | τα | ζύγια |
| κλητική | ζύγι | ζύγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζύγι < μεσαιωνική ελληνική ζύγι < ζύγιν < ζύγιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzi.ʝi/
Ουσιαστικό
ζύγι ουδέτερο
- μέτρο βάρους τοποθετούμενο στο ένα σκέλος του ζυγού για να προσδιοριστεί το βάρος αντικειμένου που τοποθετείται στο άλλο σκέλος του ζυγού
- βαρίδι που κρέμεται από το νήμα της στάθμης για να προσδιοριστεί η κατακόρυφη κατεύθυνση
- ένα από δύο (ή περισσότερα) μικρά νήματα με τα οποία συνδέεται ο σκελετός του χαρταετού με το νήμα από το οποίο εξαρτάται κατά την ανύψωσή του
- όλη η επιτυχία του κλασικού χαρταετού βρίσκεται στα ζύγια του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.