ζεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζεύω < μεσαιωνική ελληνική ζεύ(γ)ω < αρχαία ελληνική ζεύγνυμι

Ρήμα

ζεύω, στ.μέλλ.: θα ζέψω, αόρ.: έζεψα

  1. δένω ένα ζώο σε άροτρο ή άμαξα
      Στους αραμπάδες έζευαν τις δυο αγελάδες που τους προμήθευαν με γάλα αλλά και στην ανάγκη τα δυο καμαρωτά άλογα που είχαν για τις βόλτες τους ο Λάζαρος και ο Μισέλ. (Νίκος Θέμελης (2014) Η αναχώρηση [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) βάζω κάποιον να κάνει μια βαριά δουλειά

Σύνθετα

  • ζευλόλουρο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.