ζεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζεύω < μεσαιωνική ελληνική ζεύ(γ)ω < αρχαία ελληνική ζεύγνυμι
Ρήμα
ζεύω, στ.μέλλ.: θα ζέψω, αόρ.: έζεψα
- δένω ένα ζώο σε άροτρο ή άμαξα
- ※ Στους αραμπάδες έζευαν τις δυο αγελάδες που τους προμήθευαν με γάλα αλλά και στην ανάγκη τα δυο καμαρωτά άλογα που είχαν για τις βόλτες τους ο Λάζαρος και ο Μισέλ. (Νίκος Θέμελης (2014) Η αναχώρηση [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) βάζω κάποιον να κάνει μια βαριά δουλειά
Σύνθετα
- ζευλόλουρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζεύω | έζευα | θα ζεύω | να ζεύω | ζεύοντας | |
| β' ενικ. | ζεύεις | έζευες | θα ζεύεις | να ζεύεις | ζεύε | |
| γ' ενικ. | ζεύει | έζευε | θα ζεύει | να ζεύει | ||
| α' πληθ. | ζεύουμε | ζεύαμε | θα ζεύουμε | να ζεύουμε | ||
| β' πληθ. | ζεύετε | ζεύατε | θα ζεύετε | να ζεύετε | ζεύετε | |
| γ' πληθ. | ζεύουν(ε) | έζευαν ζεύαν(ε) |
θα ζεύουν(ε) | να ζεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έζεψα | θα ζέψω | να ζέψω | ζέψει | ||
| β' ενικ. | έζεψες | θα ζέψεις | να ζέψεις | ζέψε | ||
| γ' ενικ. | έζεψε | θα ζέψει | να ζέψει | |||
| α' πληθ. | ζέψαμε | θα ζέψουμε | να ζέψουμε | |||
| β' πληθ. | ζέψατε | θα ζέψετε | να ζέψετε | ζέψτε | ||
| γ' πληθ. | έζεψαν ζέψαν(ε) |
θα ζέψουν(ε) | να ζέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ζέψει | είχα ζέψει | θα έχω ζέψει | να έχω ζέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ζέψει | είχες ζέψει | θα έχεις ζέψει | να έχεις ζέψει | έχε ζεμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ζέψει | είχε ζέψει | θα έχει ζέψει | να έχει ζέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζέψει | είχαμε ζέψει | θα έχουμε ζέψει | να έχουμε ζέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ζέψει | είχατε ζέψει | θα έχετε ζέψει | να έχετε ζέψει | έχετε ζεμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ζέψει | είχαν ζέψει | θα έχουν ζέψει | να έχουν ζέψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ζεμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ζεμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ζεμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ζεμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.