συγκρίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συγκρίνω < αρχαία ελληνική συγκρίνω < σύν + κρίνω

Ρήμα

συγκρίνω

  1. βρίσκω τις διαφορές και τις ομοιότητες μεταξύ δύο αντικειμένων
  2. κάνω τη νοητή πράξη μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αντικειμένων κατά την οποία προκύπτει η σειρά των αντικειμένων με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία ως προς μία κοινή τους ιδιότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.