ισοζυγιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ισοζυγιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰσοζυγιάζω < ελληνιστική κοινή ἰσοζυγέω < ἰσόζυγος[1] / ἰσοζυγής < αρχαία ελληνική ἴσος + ζυγός. Συγκρίνετε με το ισοζυγίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.so.ziˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισοζυγιάζω

Ρήμα

ισοζυγιάζω, αόρ.: ισοζύγιασα, παθ.φωνή: ισοζυγιάζομαι, π.αόρ.: ισοζυγιάστηκα, μτχ.π.π.: ισοζυγιασμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ισοζυγιάζω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.