αντιζυγιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- αντιζύγιασμα
- → δείτε τη λέξη ζυγός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιζυγιάζω | αντιζύγιαζα | θα αντιζυγιάζω | να αντιζυγιάζω | αντιζυγιάζοντας | |
| β' ενικ. | αντιζυγιάζεις | αντιζύγιαζες | θα αντιζυγιάζεις | να αντιζυγιάζεις | αντιζύγιαζε | |
| γ' ενικ. | αντιζυγιάζει | αντιζύγιαζε | θα αντιζυγιάζει | να αντιζυγιάζει | ||
| α' πληθ. | αντιζυγιάζουμε | αντιζυγιάζαμε | θα αντιζυγιάζουμε | να αντιζυγιάζουμε | ||
| β' πληθ. | αντιζυγιάζετε | αντιζυγιάζατε | θα αντιζυγιάζετε | να αντιζυγιάζετε | αντιζυγιάζετε | |
| γ' πληθ. | αντιζυγιάζουν(ε) | αντιζύγιαζαν αντιζυγιάζαν(ε) |
θα αντιζυγιάζουν(ε) | να αντιζυγιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιζύγιασα | θα αντιζυγιάσω | να αντιζυγιάσω | αντιζυγιάσει | ||
| β' ενικ. | αντιζύγιασες | θα αντιζυγιάσεις | να αντιζυγιάσεις | αντιζύγιασε | ||
| γ' ενικ. | αντιζύγιασε | θα αντιζυγιάσει | να αντιζυγιάσει | |||
| α' πληθ. | αντιζυγιάσαμε | θα αντιζυγιάσουμε | να αντιζυγιάσουμε | |||
| β' πληθ. | αντιζυγιάσατε | θα αντιζυγιάσετε | να αντιζυγιάσετε | αντιζυγιάστε | ||
| γ' πληθ. | αντιζύγιασαν αντιζυγιάσαν(ε) |
θα αντιζυγιάσουν(ε) | να αντιζυγιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντιζυγιάσει | είχα αντιζυγιάσει | θα έχω αντιζυγιάσει | να έχω αντιζυγιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντιζυγιάσει | είχες αντιζυγιάσει | θα έχεις αντιζυγιάσει | να έχεις αντιζυγιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιζυγιάσει | είχε αντιζυγιάσει | θα έχει αντιζυγιάσει | να έχει αντιζυγιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιζυγιάσει | είχαμε αντιζυγιάσει | θα έχουμε αντιζυγιάσει | να έχουμε αντιζυγιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιζυγιάσει | είχατε αντιζυγιάσει | θα έχετε αντιζυγιάσει | να έχετε αντιζυγιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιζυγιάσει | είχαν αντιζυγιάσει | θα έχουν αντιζυγιάσει | να έχουν αντιζυγιάσει |
| |
Μεταφράσεις
αντιζυγιάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.