εὐφυΐα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐφυΐ αἱ εὐφυΐαι
      γενική τῆς εὐφυΐᾱς τῶν εὐφυϊῶν
      δοτική τῇ εὐφυΐ ταῖς εὐφυΐαις
    αιτιατική τὴν εὐφυΐᾱν τὰς εὐφυΐᾱς
     κλητική ! εὐφυΐ εὐφυΐαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐφυΐ
γεν-δοτ τοῖν  εὐφυΐαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εὐφυΐα < εὐφυής + -ία

Ουσιαστικό

εὐφυΐα θηλυκό

  1. καλή φυσική ανάπτυξη
  2. εξυπνάδα
  3. ευφορία
  4. κατάλληλη στρατηγική θέση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.