ευλογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευλογώ < αρχαία ελληνική εὐλογέω / εὐλογῶ

Ρήμα

ευλογώ, πρτ.: ευλογούσα, στ.μέλλ.: θα ευλογήσω, αόρ.: ευλόγησα, παθ.φωνή: ευλογούμαι, μτχ.π.π.: ευλογημένος

  1. (θρησκεία, στον εκκλησιαστικό λόγο) επικαλούμαι τη θεία χάρη για ανθρώπους ή σχετικά με αυτούς αντικείμενα
  2. δίνω την ευχή μου, την ευλογία μου
      ο παπάς ευλόγησε τα θεμέλια της οικοδομής
  3. δηλώνω ότι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για κάποιον που με ευεργέτησε ή ότι είμαι χαρούμενος για κάποιο θετικό γεγονός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.