ευλογητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευλογητός η ευλογητή το ευλογητό
      γενική του ευλογητού της ευλογητής του ευλογητού
    αιτιατική τον ευλογητό την ευλογητή το ευλογητό
     κλητική ευλογητέ ευλογητή ευλογητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευλογητοί οι ευλογητές τα ευλογητά
      γενική των ευλογητών των ευλογητών των ευλογητών
    αιτιατική τους ευλογητούς τις ευλογητές τα ευλογητά
     κλητική ευλογητοί ευλογητές ευλογητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευλογητός < ελληνιστική κοινή εὐλογητός < αρχαία ελληνική εὐλογέω

Επίθετο

ευλογητός

  1. άλλη μορφή του ευλογημένος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ευλογητός (αρσενικό) ή ευλογητό (ουδέτερο) (θρησκεία) η αρχή μιας ιερής ακολουθίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.